Μπορεί να μεγαλώσαμε και όταν ήμασταν μικροί να βλέπαμε αλλιώς το μπάσκετ, μπορεί όντως το μπάσκετ σαν άθλημα να άλλαξε, αλλά θυμάμαι ακόμα με δέος κάποιους παίκτες που πάτησαν τα παρκέ της Α1 τη δεκαετία του ’90...Ένας από αυτούς, ο μεγάλος Mitchell Wiggins. Μια τεράστια καλαθομηχανή που ήρθε στην Ελλάδα στη δύση της καριέρας του αλλά πρόλαβε να κάνει πράγματα και θαύματα.




Ας πάρουμε την μπασκετική ιστορία αυτού του παικταρά από την αρχή.H επαγγελματική καριέρα του ξεκίνησε το 1983 όταν και επιλέχθηκε στη 23η  θέση του ΝΒΑ draft της ίδιας χρονιάς από τους Indiana Pacers.Δε φόρεσε ωστόσο τη φανέλα της ομάδας της Ιντιανάπολις καθώς έγινε ανταλλαγή στους Chicago Bulls με αντάλλαγμα ένα draft pick δεύτερου γύρου.Στη rookie season του, έπαιξε και στα 82 παιχνίδια της regular season, στα 40 ως βασικός, μετρώντας 12,4 πόντους κατά μέσο όρο έχοντας μάλιστα και ως συμπαίκτες τους Rod Higgins,Reggie Theus,Orlando Woolridge που επίσης φόρεσαν τη φανέλα ελληνικών ομάδων στη συνέχεια.  Δε στέριωσε στην πόλη των ανέμων και η επόμενη μπασκετική του στέγη ήταν οι Houston Rockets των Ralph Sampson και Hakeem Olajuwon όπου και παρέμεινε μέχρι την περίοδο 1989-1990. Φωτεινό σημείο της καριέρας του εκεί ήταν σαφώς η παρουσία του στους τελικούς του 1986 με αντιπάλους του Boston Celtics αφού πρώτα είχαν αποκλείσει με σκορ 4-1 τους L.A. Lakers στους τελικούς της Δυτικής Περιφέρειας. Οι πράσινοι της Βοστόνης στέφθηκαν εν τέλει πρωταθλητές με σκορ 4-2 προκαλώντας ζυμώσεις στο ρόστερ της ομάδας του Wiggins. Τότε όμως ήρθαν και οι πρώτοι τριγμοί στην καριέρα του Wiggins καθώς ανιχνεύτηκε θετικός σε χρήση κοκαΐνης με συνέπεια να του επιβληθεί ποινή αποκλεισμού  για δύο χρόνια. Στο μαγικό κόσμο του ΝΒΑ επανεμφανίστηκε τη χρονιά 1989-1990 όπου μέτρησε και τον υψηλότερο μέσο όρο καριέρας σε πόντους, 15,5.Δεν ήταν ωστόσο παρά μια έκλαμψη καθότι δεν κατάφερε να ακολουθήσει την ίδια ανοδική πορεία. Ευτυχώς για εμάς βεβαίως, γιατί αν δεν αντιμετώπιζε αυτά τα προβλήματα, δε θα είχαμε καταφέρει να τον θαυμάσουμε από κοντά στα ελληνικά παρκέ.

Ξεκινάμε λοιπόν από το κλειστό του Μίλωνα και τη σεζόν 1993-1994. Στα 34 του λοιπόν ο Wiggins αναδεικνύεται πρώτος σκόρερ της Α1 με τον ταπεινό μέσο όρο των 31,4 πόντων και χαρίζει στην ομάδα της Νέας Σμύρνης τη σωτηρία. Η επόμενη χρονιά τον βρίσκει να φορά τη φανέλα της ιστορικής ομάδας του Σπόρτινγκ, όπου και αγωνίστηκε συνολικά για τρεις σεζόν, με την οποία συνεχίζει τις εκπληκτικές εμφανίσεις του κατακτώντας την πρώτη θέση σε μέσο όρο πόντων και κλεψιμάτων και οδηγώντας τον Σπόρτινγκ στην έξοδο στο τότε Κύπελλο Κόρατς. Προσωπικά, θα μου μείνει αξέχαστη η φοβερή εμφάνισή του με αντίπαλο το μετέπειτα πρωταθλητή Ευρώπης Παναθηναϊκό στις 31/12/1995 στο κλειστό της Ανδρέας Ζερβού. Εκείνο το ματς είχε βρει νικήτρια την ομάδα των Πατησίων με σκορ 84-82 με φοβερό buzzer beater του Αλέξη Παπαδάτου.  Η τριετής θητεία στην ομάδα των Πατησίων διεκόπη για ένα μονοετές πέρασμα από τον Πανιώνιο τη σεζόν 1996-1997.



Θεωρώ τον εαυτό μου πραγματικά τυχερό που θαύμασα από κοντά αγωνιζόμενο αυτόν τον τεράστιο παίκτη ο οποίος παρουσίασε καθ όλη τη διάρκεια της καριέρας του αυτοκαταστροφικές τάσεις. Ας ελπίσουμε όλοι ότι ο γιος του, Andrew Wiggins, να έχει λάβει από τον πατέρα του μόνο τα μπασκετικά γονίδια. Πληροφοριακά, ο Καναδός, ελέω της καταγωγής της μητέρας του Marita Payne-Wiggins, Andrew Wiggins θεωρείται από τα μεγαλύτερα ταλέντα του κολεγιακού μπάσκετ στις Η.Π.Α. και δέχεται ήδη πιέσεις να δηλώσει από φέτος το καλοκαίρι συμμετοχή στο ΝΒΑ Draft. Το μήλο έπεσε κάτω από τη μηλιά όπως φαίνεται.